- αποκτήνωση
- ηη μεταβολή κάποιου σε κτήνος, ψυχική εξουθένωση: Οι στερήσεις κι οι κακουχίες μπορεί να οδηγήσουν στην αποκτήνωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποκτήνωση — κ. χτήνωση, η η απώλεια των ψυχικών ή διανοητικών ιδιοτήτων του ανθρώπου, η κατάπτωση κάποιου σε κατάσταση κτήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκτηνώ ( ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Παν. Ι. Χαλκιόπουλο] … Dictionary of Greek
αποκτηνωτικός — ή, ό αυτός που οδηγεί σε αποκτήνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκτηνώ ( ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου] … Dictionary of Greek
υηνία — ἡ, ΜΑ, και ὑηνεία Μ, και δωρ. τ. ὑανία και συανία και συηνία, Α κτηνώδης συμπεριφορά που οφείλεται στην έλλειψη μόρφωσης και γενικότερης καλλιέργειας 2. αποκτήνωση λόγω μέθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕηνος. Οι τ. με αρκτικό σ αναλογικά προς τον τ. σῦς*… … Dictionary of Greek
εκβαρβάρωση — η η μεταβολή σε βάρβαρο, αποθηρίωση, αποκτήνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)